στράτα
(ουσ. θηλ.)
στράτα
[ˈstrata]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Κίσκ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
στράdα
[ˈstrada]
Δίλ., Μισθ., Τσαρικ.
στράδα
[ˈstraða]
Μισθ., Τσαρικ.
Μεταγν. ουσ. στράτα (< λατιν. via strata).
1. Δρόμος, οδός με συγκεκριμένη κατεύθυνση
ό.π.τ.
:
Κάλντεψε σο γαϊdούρ' και πήρε Καστρού το στράτα
(Καβάλησε το γαϊδούρι και πήρε τον δρόμο του Κάστρου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χέκουμ' ντου Χεού στράδα
(Το βάζουμε στο δρόμο του Θεού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σα τρία τσαταλούια στράdας απάν' τσ̑άχτανες ένα σκεφί
(Πάνω στο τρίστρατο κάρφωνες ένα καρφί)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Οπ' αυτούτσ̑η στράτα μη πας κι
(Απ' αυτόν τον δρόμο μην πας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ'κώχανε, παίρ'νε τη στράτα αμπρό τ'νε, όπου να τα βγάλει
(Σηκώθηκαν, πήραν το δρόμο μπροστά τους κι όπου τους βγάλει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Στράδα γιόμ' απ' τα γούπις
(Ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρισ̑καμ φτυάρια ν’ ανοίξουμ το στράτες
(Παίρναμε φτυάρια ν' ανοίξουμε τους δρόμους)
Ανακ.
-Cost.
Πότε παγαίν' ση στράτα, είδεν ένα άλλο ντεβρίσ̑η
(Καθώς πήγαινε στο δρόμο, είδε έναν άλλο δερβίση)
Ποτάμ.
-Dawk.
Είχαν τσ' ένα μέγα ναχυριώνα τσιαού στράδα απάν'
(Είχαν κι έναν μεγάλο αχυρώνα εκεί πάνω στον δρόμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Άμε ντο στράτα σ'
(Πήγαινε στο δρόμο σου˙ Μην ανακατεύεσαι)
-Κεσ.
Έχασα ντο στράτα μ'
(Έχασα τον δρόμο μου˙ Χάθηκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίρω ντο στράτα και παίνω
(Παίρνω το δρόμο και πηγαίνω˙ Ξεκινάω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πήριν πις στράδα
(Πήρε τον κακό δρόμο˙ Ακολουθεί λάθος πορεία ζωής)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Σου Χαλα̈πού τη στράτα γαϊριδού χνάρε 'υρεύ';
(Στον (πολυσύχναστο) δρόμο για το Χαλέπι ψάχνεις ίχνη γαϊδάρου;˙ Όταν μεταξύ πολλών και σημαντικών αναζητούμε κάτι μηδαμινό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Η στράτα μο τη στράτα τσ̑αι τ' ορμάνι με το πελέτσ̑ι
(Ο δρόμος με το περπάτημα και το δάσος με το τσεκούρι, ενν. τελειώνουν˙ Κάθε δουλειά για να γίνει θέλει την τέχνη της)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Η στράτα 'φότεζ έν' στράτα, παρπατείς τσ̑αι πλερούται
(Ο δρόμος όταν είναι πραγματικος δρόμος, περπατάς και τελειώνει˙ Λέγεται για τους ανυπόμονους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Δίοδος, πέρασμα
ό.π.τ.
:
Ισ̑είτ' επ' ετσ̑ού, ιμείς από 'γου, ν' ανοίξουμ' στράδα
(Εσείς από κει, εμείς από 'δώ, ν' ανοίξουμε δρόμο
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Ο δρόμος ως εξωτερικό του σπιτιού, έξω
ό.π.τ.
:
Φόρ'σαν τα καλά τουν gαι ξέβαν σο στράτα
(Φόρεσαν τα καλά τους και βγήκαν στο δρόμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Oύλου γκόσμους ξέβη σα στράδις
(Όλος ο κόσμος βγήκε στους δρόμους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φεύγουν και κλώουν στα στράτες
(Φεύγουν και τριγυρίζουν στους δρόμους)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Χεγό μ' ντυό ορφανά απόμ'ναμ' στα τρία στράτες 'νεμέσα
(Θεέ μου, δυό ορφανά μείναμε στους πέντε δρόμους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άλλα γεννιόδαν σα στράδις, άλλα γεννιόδαν σα κόμμαδα
(Άλλα γεννιόνταν στους δρόμους, άλλα γεννιόνταν στα χωράφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είδα το σο στράτα
(Τον είδα στο δρόμο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
ς στράταζ ο τσ̑αλούς τζ̑ο φξα
(Το δέντρο του δρόμου δεν αυξάνει˙ το παραμελημένο παιδί ή η παραμελημένη εργασία δεν προκόπτει)
-Λουκ.Λουκ.
3. Διαδρομή, απόσταση
Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ.
:
Πορπάτ'σ̑α πολύ στράτα
(Περπάτησα πολύ δρόμο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
'νος σαχατιού στράτα έβκη πανωφόρος
(Περπάτησε μιά ώρα δρόμο ανηφόρα )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πέντ έξ σαάτσα στράδα
(Πέντ-έξι ώρες δρόμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πήαν επεΐ στράdα
(Διάνυσαν κάμποση απόσταση)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Κόβω στράτα
(Κόβω δρόμο˙ Παίρνω δρόμο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Πήα, πήα γιορούλτ'σα στράδα μακρά,
γιορούλτ'σαν τα γόνατά μ' κακίτσα μ' (Πήγα, πήγα, κουράστηκα, μακρύ δρόμο,
κουράστηκαν τα γόνατά μου γιαγιάκα μου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
γιορούλτ'σαν τα γόνατά μ' κακίτσα μ' (Πήγα, πήγα, κουράστηκα, μακρύ δρόμο,
κουράστηκαν τα γόνατά μου γιαγιάκα μου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β.
Φορτίο που μπορεί να μεταφερθεί σε μία διαδρομή
Αραβαν.
:
Σάλντινάν ντο σο τσ̑εσ̑μέ να φέρ' ένα λερό στράτα
(Το έστελναν στη βρύση να φέρει ένα δρόμο νερό
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Του νερού το κουμνί τσακούται σου νερού τη στράτα
(Το κανάτι του νερού σπάει στη μεταφορά του νερού
˙
Τα πολλά πήγαιν'-έλα σε κάποιο μέρος θα επιφέρουν μοιραία ζημιές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
γ.
Ορθοστασία και πρώτη βάδιση μωρού
Σίλ.
:
Ποίζ' νιούγου στράτα
(Κάνε λίγο στράτα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.