ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στράτα (ουσ. θηλ.) στράτα [ˈstrata] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Κίσκ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. στράdα [ˈstrada] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. στράδα [ˈstraða] Μισθ., Τσαρικ. Μεταγν. ουσ. στράτα (< λατιν. via strata).
1. Δρόμος, οδός με συγκεκριμένη κατεύθυνση ό.π.τ. : Κάλντεψε σο γαϊdούρ' και πήρε Καστρού το στράτα (Καβάλησε το γαϊδούρι και πήρε τον δρόμο του Κάστρου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χέκουμ' ντου Χεού στράδα (Το βάζουμε στο δρόμο του Θεού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σα τρία τσαταλούια στράdας απάν' τσ̑άχτανες ένα σκεφί (Πάνω στο τρίστρατο κάρφωνες ένα καρφί) Δίλ. -Κωστ.Μ. Οπ' αυτούτσ̑η στράτα μη πας κι (Απ' αυτόν τον δρόμο μην πας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σ'κώχανε, παίρ'νε τη στράτα αμπρό τ'νε, όπου να τα βγάλει (Σηκώθηκαν, πήραν το δρόμο μπροστά τους κι όπου τους βγάλει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στράδα γιόμ' απ' τα γούπις (Ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρισ̑καμ φτυάρια ν’ ανοίξουμ το στράτες (Παίρναμε φτυάρια ν' ανοίξουμε τους δρόμους) Ανακ. -Cost. Πότε παγαίν' ση στράτα, είδεν ένα άλλο ντεβρίσ̑η (Καθώς πήγαινε στο δρόμο, είδε έναν άλλο δερβίση) Ποτάμ. -Dawk. Είχαν τσ' ένα μέγα ναχυριώνα τσιαού στράδα απάν' (Είχαν κι έναν μεγάλο αχυρώνα εκεί πάνω στον δρόμο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Άμε ντο στράτα σ' (Πήγαινε στο δρόμο σου˙ Μην ανακατεύεσαι) -Κεσ. Έχασα ντο στράτα μ' (Έχασα τον δρόμο μου˙ Χάθηκα) Ουλαγ. -Κεσ. Παίρω ντο στράτα και παίνω (Παίρνω το δρόμο και πηγαίνω˙ Ξεκινάω) Ουλαγ. -Κεσ. Πήριν πις στράδα (Πήρε τον κακό δρόμο˙ Ακολουθεί λάθος πορεία ζωής) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Σου Χαλα̈πού τη στράτα γαϊριδού χνάρε 'υρεύ'; (Στον (πολυσύχναστο) δρόμο για το Χαλέπι ψάχνεις ίχνη γαϊδάρου;˙ Όταν μεταξύ πολλών και σημαντικών αναζητούμε κάτι μηδαμινό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Η στράτα μο τη στράτα τσ̑αι τ' ορμάνι με το πελέτσ̑ι (Ο δρόμος με το περπάτημα και το δάσος με το τσεκούρι, ενν. τελειώνουν˙ Κάθε δουλειά για να γίνει θέλει την τέχνη της) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Η στράτα 'φότεζ έν' στράτα, παρπατείς τσ̑αι πλερούται (Ο δρόμος όταν είναι πραγματικος δρόμος, περπατάς και τελειώνει˙ Λέγεται για τους ανυπόμονους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Δίοδος, πέρασμα ό.π.τ. : Ισ̑είτ' επ' ετσ̑ού, ιμείς από 'γου, ν' ανοίξουμ' στράδα (Εσείς από κει, εμείς από 'δώ, ν' ανοίξουμε δρόμο ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Ο δρόμος ως εξωτερικό του σπιτιού, έξω ό.π.τ. : Φόρ'σαν τα καλά τουν gαι ξέβαν σο στράτα (Φόρεσαν τα καλά τους και βγήκαν στο δρόμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Oύλου γκόσμους ξέβη σα στράδις (Όλος ο κόσμος βγήκε στους δρόμους) Μισθ. -Κοτσαν. Φεύγουν και κλώουν στα στράτες (Φεύγουν και τριγυρίζουν στους δρόμους) Γούρδ. -Καράμπ. Χεγό μ' ντυό ορφανά απόμ'ναμ' στα τρία στράτες 'νεμέσα (Θεέ μου, δυό ορφανά μείναμε στους πέντε δρόμους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άλλα γεννιόδαν σα στράδις, άλλα γεννιόδαν σα κόμμαδα (Άλλα γεννιόνταν στους δρόμους, άλλα γεννιόνταν στα χωράφια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είδα το σο στράτα (Τον είδα στο δρόμο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. ς στράταζ ο τσ̑αλούς τζ̑ο φξα (Το δέντρο του δρόμου δεν αυξάνει˙ το παραμελημένο παιδί ή η παραμελημένη εργασία δεν προκόπτει) -Λουκ.Λουκ.
3. Διαδρομή, απόσταση Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ. : Πορπάτ'σ̑α πολύ στράτα (Περπάτησα πολύ δρόμο) Ουλαγ. -Κεσ. 'νος σαχατιού στράτα έβκη πανωφόρος (Περπάτησε μιά ώρα δρόμο ανηφόρα ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πέντ έξ σαάτσα στράδα (Πέντ-έξι ώρες δρόμο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πήαν επεΐ στράdα (Διάνυσαν κάμποση απόσταση) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Κόβω στράτα (Κόβω δρόμο˙ Παίρνω δρόμο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. Πήα, πήα γιορούλτ'σα στράδα μακρά,
γιορούλτ'σαν τα γόνατά μ' κακίτσα μ'
(Πήγα, πήγα, κουράστηκα, μακρύ δρόμο,
κουράστηκαν τα γόνατά μου γιαγιάκα μου)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Φορτίο που μπορεί να μεταφερθεί σε μία διαδρομή Αραβαν. : Σάλντινάν ντο σο τσ̑εσ̑μέ να φέρ' ένα λερό στράτα (Το έστελναν στη βρύση να φέρει ένα δρόμο νερό ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Του νερού το κουμνί τσακούται σου νερού τη στράτα (Το κανάτι του νερού σπάει στη μεταφορά του νερού ˙ Τα πολλά πήγαιν'-έλα σε κάποιο μέρος θα επιφέρουν μοιραία ζημιές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
γ. Ορθοστασία και πρώτη βάδιση μωρού Σίλ. : Ποίζ' νιούγου στράτα (Κάνε λίγο στράτα ) Σίλ. -Κωστ.Σ.