στρούσα
(ουσ. θηλ.)
στρούσα
[ˈstrusa]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. στρουθίον και το μεγεθ. επίθμ. -α. Για την τροπή [θ] > [s] στην Σίλλη βλ. Dawkins (1916: 44).
Το πουλί σπουργίτης (στρουθός ο πυργίτης, passer domesticus) της τάξεως των στρουθιομόρφων (passeriformes)
Σίλ.
:
Στρούσες έφαγασ̑ι τ' γέννημα
(Τα σπουργίτια έφαγαν το σιτάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
σερτσές