στρώση
(ουσ. θηλ.)
στρώση
[ˈstrosi]
Αφσάρ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
στρώσ'
[stros]
Μισθ.
στρώσ̑η
[ˈstroʃi]
Σίλ.
στρώσ̑'
[stroʃ]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
σρώσ̑'
[sroʃ]
Φερτάκ.
Πληθ.
στρώσ̑ες
[ˈstroʃes]
Αξ.
στρώες
[ˈstroes]
Ουλαγ.
στρώις
[ˈstrois]
Μισθ.
σρώες
[ˈsroes]
Φερτάκ.
Ουδ.
στρώσ̑α
[ˈstroʃa]
Ουλαγ.
Από το μεταγν. ουσ. στρῶσις. Oι τύπ. πληθ. στρώες, στρώες με ανομοιωτ. αποβολή [s]. O τύπ. πληθ. στρώσ̑α από μεταπλ. κατ' ουδ. λόγω ομοηχίας η στρώση > το στρώσι.
Στρωσίδι ή στρώμα κρεβατιού, κρεβάτι
ό.π.τ.
:
Έστρωσε η νύφη τη στρώση
(Έστρωσε η νύφη τα στρωσίδια)
Φάρασ.
-Grég.
Έπεσε ντο στρώσ̑ι τ' κοιμήε
(Έπεσε στο στρώμα του και κοιμήθηκε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φ΄καλεΐ, πανασηκών', ψήν', χέκ' τά στρώσ̑ες
(Σκουπίζει, συμμαζεύει, ψήνει, στρώνει τα κρεβάτια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήραν τ’ στρώσ̑η του απ' απ'κάτω τ’
(Πήραν το στρώμα του από κάτω του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γ-ίσιβαμ' ντά στρώις τὄνα 'ς τ' άλλου απάν'
(Ισιώναμε τα στρώματα το ένα πάνω στο άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σηκώνου ντα στρώις
(Ξεστρώνω, σηκώνω τα στρωσίδια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έβραζ̑αμ ένα τενdζ̑ερέ νερό, έβαζ̑αμ το σο στρώση μέσα
(Βράσαμε μιά κατσαρόλα νερό, τη βάζαμε μέσα στα στρωσίδια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έθεκεν ένα στρώσ̑' και κοιμήθην
(Άπλωσε ένα στρωσίδι και κοιμήθηκε)
Τελμ.
-Dawk.
Φόρτουσαν ντα πράγαδά τ'νι, ντα στρώει τ'νι
(Φόρτωσαν τα πράγματά τους, τα στρώματά τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να μπει ση στρώση ντά σ̑επάσει μο το γιοργάνι
(Θα μπει στο στρώμα, θα τον σκεπάσει με το πάπλωμα)
|| Φρ.
Πέφτω στα στρώσ̑ες
(Πέφτω στα στρωσίδια˙ Αρρωσταίνω βαριά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χαρκές η στρώση του έν' χωρίς
(Του καθενός το στρώμα είναι χωριστά˙ Ο καθένας έχει τις δικές του έγνοιες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τσ̑ίπ να πάμε ση στρώση μας τσ̑' ο λύκος σο τρυπίν ντου
(Όλοι να πάμε στο κρεβάτι μας κι ο λύκος στην φωλιά του˙ Προτροπή για ύπνο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιατάκι, καριόλα, κρεβάτι, ντοσέκι