ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στρώση (ουσ. θηλ.) στρώση [ˈstrosi] Αφσάρ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ. στρώσ' [stros] Μισθ. στρώσ̑η [ˈstroʃi] Σίλ. στρώσ̑' [stroʃ] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ. σρώσ̑' [sroʃ] Φερτάκ. Πληθ. στρώσ̑ες [ˈstroʃes] Αξ. στρώες [ˈstroes] Ουλαγ. στρώις [ˈstrois] Μισθ. σρώες [ˈsroes] Φερτάκ. Ουδ. στρώσ̑α [ˈstroʃa] Ουλαγ. Από το μεταγν. ουσ. στρῶσις. Oι τύπ. πληθ. στρώες, στρώες με ανομοιωτ. αποβολή [s]. O τύπ. πληθ. στρώσ̑α από μεταπλ. κατ' ουδ. λόγω ομοηχίας η στρώση > το στρώσι.
Στρωσίδι ή στρώμα κρεβατιού, κρεβάτι ό.π.τ. : Έστρωσε η νύφη τη στρώση (Έστρωσε η νύφη τα στρωσίδια) Φάρασ. -Grég. Έπεσε ντο στρώσ̑ι τ' κοιμήε (Έπεσε στο στρώμα του και κοιμήθηκε) Ουλαγ. -Κεσ. Φ΄καλεΐ, πανασηκών', ψήν', χέκ' τά στρώσ̑ες (Σκουπίζει, συμμαζεύει, ψήνει, στρώνει τα κρεβάτια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήραν τ’ στρώσ̑η του απ' απ'κάτω τ’ (Πήραν το στρώμα του από κάτω του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γ-ίσιβαμ' ντά στρώις τὄνα 'ς τ' άλλου απάν' (Ισιώναμε τα στρώματα το ένα πάνω στο άλλο) Μισθ. -Κοτσαν. Σηκώνου ντα στρώις (Ξεστρώνω, σηκώνω τα στρωσίδια) Μισθ. -Κοτσαν. Έβραζ̑αμ ένα τενdζ̑ερέ νερό, έβαζ̑αμ το σο στρώση μέσα (Βράσαμε μιά κατσαρόλα νερό, τη βάζαμε μέσα στα στρωσίδια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έθεκεν ένα στρώσ̑' και κοιμήθην (Άπλωσε ένα στρωσίδι και κοιμήθηκε) Τελμ. -Dawk. Φόρτουσαν ντα πράγαδά τ'νι, ντα στρώει τ'νι (Φόρτωσαν τα πράγματά τους, τα στρώματά τους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να μπει ση στρώση ντά σ̑επάσει μο το γιοργάνι (Θα μπει στο στρώμα, θα τον σκεπάσει με το πάπλωμα) || Φρ. Πέφτω στα στρώσ̑ες (Πέφτω στα στρωσίδια˙ Αρρωσταίνω βαριά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χαρκές η στρώση του έν' χωρίς (Του καθενός το στρώμα είναι χωριστά˙ Ο καθένας έχει τις δικές του έγνοιες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Τσ̑ίπ να πάμε ση στρώση μας τσ̑' ο λύκος σο τρυπίν ντου (Όλοι να πάμε στο κρεβάτι μας κι ο λύκος στην φωλιά του˙ Προτροπή για ύπνο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιατάκι, καριόλα, κρεβάτι, ντοσέκι