κρεβάτι
(ουσ. ουδ.)
κρεβάτσι
[kreˈvatsi]
Σίλ.
κρεβάτ'
[kreˈvat]
Μισθ.
κριβάτ'
[kriˈvat]
Μισθ.
κριφάδι
[kriˈfaði]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. κρεβάτι (< μεταγν. κραβάτιον, υποκορ. του κράββατος).
Κρεβάτι
ό.π.τ.
:
Πέφτσεινι κρεβάτσιν ντου απάνου
(Πλάγιαζε πάνω στο κρεβάτι του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γντυζιέμι τσ̑ι πέφτου σου κρεβάτ'
(Γδύνομαι και πέφτω στο κρεβάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα στρώις τσ̑είνdι σου κριβάτ' απάν'
(Τα στρωσίδια είναι πάνω στο κρεβάτι)
Μισθ.
-Φατ.
Δεν μπορεί να τσοιμηχεί χωρανούς του κρεβάτ', δεν τσοιμάδι
(Δεν μπορεί να κοιμηθεί σε ξένο κρεβάτι, δεν κοιμάται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Τσείδι σου κρεβάτ'
(Είναι στο κρεβάτι˙ είναι κατάκοιτος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιατάκι, καριόλα, στρώση