ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρεβάτι (ουσ. ουδ.) κρεβάτσι [kreˈvatsi] Σίλ. κρεβάτ' [kreˈvat] Μισθ. κριβάτ' [kriˈvat] Μισθ. κριφάδι [kriˈfaði] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. κρεβάτι (< μεταγν. κραβάτιον, υποκορ. του κράββατος).
Κρεβάτι ό.π.τ. : Πέφτσεινι κρεβάτσιν ντου απάνου (Πλάγιαζε πάνω στο κρεβάτι του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γντυζιέμι τσ̑ι πέφτου σου κρεβάτ' (Γδύνομαι και πέφτω στο κρεβάτι) Μισθ. -Κοτσαν. Ντα στρώις τσ̑είνdι σου κριβάτ' απάν' (Τα στρωσίδια είναι πάνω στο κρεβάτι) Μισθ. -Φατ. Δεν μπορεί να τσοιμηχεί χωρανούς του κρεβάτ', δεν τσοιμάδι (Δεν μπορεί να κοιμηθεί σε ξένο κρεβάτι, δεν κοιμάται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Τσείδι σου κρεβάτ' (Είναι στο κρεβάτι˙ είναι κατάκοιτος) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιατάκι, καριόλα, στρώση