κρέμουμαι
(ρ.)
κρέμουμαι
[ˈkremume]
Αραβαν., Φάρασ.
Aπό το μεσν. κρέμομαι, το οπ. από το αρχ. κρέμαμαι με μεταπλ. σε -ομαι αναλογ. προς άλλα μεσοπαθ. ρ. σε -ομαι.
Κρέμομαι
ό.π.τ.
:
Άρχεψε να κρουγ̑' ένα παρλάχ' τεψί, το κρεμότουν ασ' το ταβάν'
(Άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί, που κρεμόταν από το ταβάνι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
'ς ένα γι̂λ' απάνω κρέμεται
(Σε μιά τρίχα επάνω κρέμεται˙ βρίσκεται σε δύσκολη θέση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σου βιλλού του τό σεβντά του κρέμεται, στος Παϊάς κουπανίζει σίδερο
(Όποιος κρέμεται στης ψωλής του τον καημό, κοπανάει σίδερα στην φυλακή˙ Όποιος είναι έρμαιο των παθών του καταλήγει στο έγκλημα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.