ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρέμουμαι (ρ.) κρέμουμαι [ˈkremume] Αραβαν., Φάρασ. Aπό το μεσν. κρέμομαι, το οπ. από το αρχ. κρέμαμαι με μεταπλ. σε -ομαι αναλογ. προς άλλα μεσοπαθ. ρ. σε -ομαι.
Κρέμομαι ό.π.τ. : Άρχεψε να κρουγ̑' ένα παρλάχ' τεψί, το κρεμότουν ασ' το ταβάν' (Άρχισε να χτυπά ένα γυαλιστερό ταψί, που κρεμόταν από το ταβάνι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. 'ς ένα γι̂λ' απάνω κρέμεται (Σε μιά τρίχα επάνω κρέμεται˙ βρίσκεται σε δύσκολη θέση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σου βιλλού του τό σεβντά του κρέμεται, στος Παϊάς κουπανίζει σίδερο (Όποιος κρέμεται στης ψωλής του τον καημό, κοπανάει σίδερα στην φυλακή˙ Όποιος είναι έρμαιο των παθών του καταλήγει στο έγκλημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.