κριθαριώνας
(επίθ.)
κ'θαρώνα
[kθaˈrona]
Φάρασ.
κ'σαριώνας
[ksaˈrʝonas]
Μισθ.
Από το ουσ. κριθάρι, όπου και τύπ. κ'θάρ', κ'σάρ' , και το παραγωγ. επίθμ. -ιώνας.
Κριθαρένιος
ό.π.τ.
:
Σ̑άνιξαμ' κ'σαριώνας μπιντάια
(Φτιάχναμε κριθαρένια ψωμιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κριθαρίτικος