κριμάτης
(ουσ.)
κριμάτ’
[kriˈmat]
Φάρασ.
Πιθ. από το ουσ. κρίμα αναλογ. προς ουσιαστικά σε -της.
Αμαρτωλός
:
Δίτιται σα πουά τα κριματιούν τα χέρε
(Δίνεται στα χέρια πολλών αμαρτωλών)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γκουναχκέρ, μαύρος