κρούσταλλο
(ουσ. ουδ.)
κρούσταλλο
[ˈkrustalo]
Μισθ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. κρύσταλλον, το οπ. από το αρχ. ουσ. ὁ, κρύσταλλος με μεταπλ. γένους. Ο τύπ. κρούσταλλο ήδη μεσν.
Κρύσταλλο