κρουσταλλώνω
(ρ.)
κρουσταλλώνω
[krustaˈlono]
Σίλατ.
Από το μεταγν. ρ. κρυσταλλόομαι με μεταπλ. κατά την ενεργ. φωνή. Ο ενεργ. τύπ. κρυσταλλώνω νεότ., στον Σομ. Ο τύπ. κρουσταλλ- ήδη νεότ.
Παγώνω
:
Τα χέρια τ' και τα πουδάρια τ' κρουστάλλωσαν
(Τα χέρια του και τα πόδια του πάγωσαν)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Συνών.
κουκουρώνω, λιλικιάζω, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω, παγώνω :1