ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρουσταλλώνω (ρ.) κρουσταλλώνω [krustaˈlono] Σίλατ. Από το μεταγν. ρ. κρυσταλλόομαι με μεταπλ. κατά την ενεργ. φωνή. Ο ενεργ. τύπ. κρυσταλλώνω νεότ., στον Σομ. Ο τύπ. κρουσταλλ- ήδη νεότ.
Παγώνω : Τα χέρια τ' και τα πουδάρια τ' κρουστάλλωσαν (Τα χέρια του και τα πόδια του πάγωσαν) Σίλατ. -Χωλόπ. Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω, παγώνω :1