μπουιντίζω
(ρ.)
μπουιdίζω
[buiˈdizo]
Ανακ., Μισθ.
μπουγιτίζω
[buʝiˈtizo]
Μαλακ.
μπουιbίζου
[buiˈbizu]
Μισθ.
πουιντώ
[puiˈdo]
Φλογ.
Αόρ.
μπούισα
[ˈbuisa]
Μισθ.
πούισα
[ˈpuisa]
Φλογ.
Από τον αόρ. buyudu του τουρκ. διαλεκτ. ρ. buyumak = κρυώνω.
Ξεπαγιάζω, παγώνω
ό.π.τ.
:
Σήκω σ̑ήκω ασ' σο τουνdούρ', τα φσ̑άγα πούϊσανε, να κάτσουν αττά, ισ̑ύ φσ̑άχ' μ' είσαι;
(Σήκω, σήκω από το ταντούρι, τα παιδιά κρύωσαν, να κάτσουν αυτά, εσύ παιδί είσαι;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πήρις ντου γιοργάν' τσι μπούισα νυχτιάτικου
(πήρες το πάπλωμα και ξεπάγιασα νυχτιάτικα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πιάν' μας ένα κυριός, βαρντάλους δυνατός, μπουιdίζαμ’
(μας πιάνει ένας άνεμος, βόρειοδυτικός άνεμος (βαρδάρης) δυνατός, ξεπαγιάζαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ζάνdου 'ου τύρα, να μπουιdίσιτ'!
(Κλείσε την πόρτα, θα πουντιάσετε!)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Μάμαλος μπουίdισεν του Μαγιού τα δεκαπένdε
(ο Μάμαλος πάγωσε στις 15 Μαΐου˙ για τα όψιμα κρύα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, ντονγκτίζω, παγουρώνω, παγώνω