ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπούζι (ουσ. ουδ.) μπούζι [ˈbuzi ] Ανακ., Τσαρικ., Φάρασ. μπούζ' [buz] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Χαλβάντ. πούζι [ˈpuzi] Αφσάρ., Τσουχούρ. Νεότ. ουσ. μπούζι και πούζι (Mackridge 2021: 41, 137), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. buz = πάγος.
1. Πάγος Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. : Το νερό το σ̑ειμό ήταυν ζεστό τσ̑αι καλοτσ̑αίρι ήτουν ανdί μπούζι (To νερό το χειμώνα ήταν ζεστό και το καλοκαίρι ήταν σαν πάγος) Φάρασ. -Ιορδαν. Μπούζ' νερό (Κρύο ή παγωμένο νερό) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
β. Στον πληθ., παγοκρύσταλλοι Δίλ.
2. Παγετός, παγωνιά ό.π.τ. : Τι μπούζ' σ̑άν' (τι παγωνιά κάνει) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Αγιάζι, παγωμένος αέρας Μισθ.