μπουγουστώ
μπουγουστώ
[buɣuˈsto]
Τροχ.
Παρατατ.
μπουγούστεινα
[buɣuˈstina]
Τροχ.
Από το τουρκ. ρ. boğuşmak = α) παλεύω β) παίζω ξύλο γ) πιάνομαι στα χέρια.