μπουγκαλούχ
(ουσ. ουδ.)
μπουγκαλούχ
[bugaˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. boğuluş = πνιγμός, με επίδρ. των ουσ. σε -λίκι όπου και τύπ. -λούχ’.
1. Δύσπνοια, σφίξιμο
Μισθ.
2. Άγχος
Μισθ.