ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπούτσι (ουσ. ουδ.) μπούdζ̑ι [ˈbudʒi] Φάρασ. μπούτσ̑ι [ˈbutʃi] Φάρασ. μούκι [ˈmuci] Ανακ. μούκ' [muc] Αξ. Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. βουκίον (DGE). Πβ. βούκα
1. Μπουκιά ό.π.τ. : Ούτε τα μούκια κόφτεις, ούτε τα πατάς (Ούτε τις μπουκιές (ενν. ψωμιού) κόβεις, ούτε τις βουτάς στο φαγητό) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Το περτσόν ντο μbούτσ̑ι την τζ̑οιλία σου τρυπά; (Μια μπουκιά παραπάνω θα σου τρυπήσει την κοιλιά;˙ κυριολ., το έλεγαν στους φιλοξενούμενους προτρέποντάς του να φάνε περισσότερο, μτφ., ό,τι περισσότερο πετύχει κάποιος είναι προς όφελός του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μέγον μπούτζ̑ι φά’, μέγον γκαdζ̑ί μη λες (Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες˙ να είσαι επιφυλακτικός, λεγόταν για εκείνον που υποσχόταν πολλά ή απειλούσε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Μέγα μούκ' φά’ και μέγα λόγος μέ λες (Μεγάλη μπουκιά φάε και μεγάλο λόγο μη λες˙ μη δίνεις μεγάλες υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρηθούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. βούκα
2. Ειδικότ., είδος πρόχειρου φαγητού, αβγόφετα (φέτα ψωμί βουτηγμένη στο αβγό και τηγανισμένη) Αξ.
3. Μτφ., μικρή ποσότητα, λίγο Φάρασ. : Τσ̑αι πόμενε λ’ αμ μπούτσ̑ι (Και έμεινε ακόμα λιγάκι) Φάρασ. -Dawk. Ήρτεν α Άγιος 'ποπόξω τσ̑αι 'ύρεψε αν μπούτσ̑' ψωμί (Ήρθε ένας Άγιος απέξω και γύρεψε μιά μπουκιά ψωμί) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έχω δύο μελίσσε, τζ̑αι πουάγω αμ μπούτσ̑ι μέλι (Έχω μερικές κυψέλες με μέλισσες και πουλώ λίγο μέλι) Φάρασ. -Dawk. Πβ. βούκα