ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλαντουρντίζω (ρ.) πουλανdουρντίζω [pulanduˈrdizο] Φάρασ. Αόρ. πουλανdι̂́ρσα [pulanˈdɯrsa] Φλογ. Από τον αόρ. bulandırdı του τουρκ. ρ. bulandırmak = κάνω κάτι να θολώσει.
Μτβ., θολώνω κάτι ό.π.τ. : Γιατ' qαρισ̑τι̂́ρ'σες και πουλανdι̂́ρ'σες ετό το νερό; (Γιατί ανακάτωσες και θόλωσες αυτό το νερό;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361