μπουλαντουρντίζω
(ρ.)
πουλανdουρντίζω
[pulanduˈrdizο]
Φάρασ.
Αόρ.
πουλανdι̂́ρσα
[pulanˈdɯrsa]
Φλογ.
Από τον αόρ. bulandırdı του τουρκ. ρ. bulandırmak = κάνω κάτι να θολώσει.
Μτβ., θολώνω κάτι
ό.π.τ.
:
Γιατ' qαρισ̑τι̂́ρ'σες και πουλανdι̂́ρ'σες ετό το νερό;
(Γιατί ανακάτωσες και θόλωσες αυτό το νερό;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361