ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλαστιρντίζω (ρ.) μπουλαστιρντίζου [bulastirʹdizu] Μισθ. Αόρ. μπουλαστΰρ'σα [bulaʹstyrsa] Μισθ. Από τον αόρ. bulaştırdı του τουρκ. ρ. bulaştırmak = α) λερώνω, μιαίνω β) κολλάω γ) ανακατεύω, εμπλέκω δ) διαλεκτ., αποτυγχάνω, τα κάνω θάλασσα.
Μπερδεύω τα πράγματα, χαλάω : -Δε dα μπουλαστΰρ'σα; Ti ξέρου; - Όι, μιά χαρά δα είπις (-Δεν τα μπέρδεψα; Ξέρω ’γω; -Όχι, μιά χαρά τα είπες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ