μπουλαστιρντίζω
(ρ.)
μπουλαστιρντίζου
[bulastirʹdizu]
Μισθ.
Αόρ.
μπουλαστΰρ'σα
[bulaʹstyrsa]
Μισθ.
Από τον αόρ. bulaştırdı του τουρκ. ρ. bulaştırmak = α) λερώνω, μιαίνω β) κολλάω γ) ανακατεύω, εμπλέκω δ) διαλεκτ., αποτυγχάνω, τα κάνω θάλασσα.
Μπερδεύω τα πράγματα, χαλάω
:
-Δε dα μπουλαστΰρ'σα; Ti ξέρου; - Όι, μιά χαρά δα είπις
(-Δεν τα μπέρδεψα; Ξέρω ’γω; -Όχι, μιά χαρά τα είπες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ