ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλαντίζω (ρ.) μπουλανdίζου [bulanˈdizu] Μισθ. πουλανdίζω [pulanˈdizo] Αφσάρ., Φάρασ. πουλανdίζου [pulanˈdizu] Φάρασ. πουλανdι-έω [pulandiˈeo] Φάρασ. πουλανdιέγω [pulandiˈeɣo] Φάρασ. Αόρ. μπουλάνd’σα [buˈlandsa] Μισθ. πουλάντ'σα [puˈlandsa] Φλογ. πουλάν’σα [puˈlansa] Φάρασ. Από τον αόρ. bulandı του ρ. bulanmak = θολώνω.
1. Μτβ., θαμπώνω κάτι, θολώνω κάτι, το κάνω θολό Μισθ. : Μπουλανdίζου τα λερά (θολώνω τα νερά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αμτβ., θολώνω, γίνομαι θολός Μισθ., Φάρασ. : Ντου μελό μ' μπουλάντ'σιν (Το μυαλό μου θόλωσε) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Πουλάν’σιν 'πέσου μου (θόλωσε το μέσα μου˙ ανακατεύτηκε το στομάχι μου) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. γαραρτιάζω, θολώνω
3. Συννεφιάζω, σκοτεινιάζω λόγω κακοκαιρίας ό.π.τ. : Μπουλάνd’σε μέρα, σ̑ηκώχαν τα σ̑υννίφαdα, να βρέξ’ (Συννέφιασε η ημέρα, σηκώθηκαν τα σύννεφα, θα βρέξει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μπουλάντσιν ντ’ ορταλούχ (Σκοτείνιασε ο τόπος) Μισθ. -Κοτσαν. Πουλάν’σιν ο χαβάς (Συννέφιασε ο καιρός) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.
4. Ανακατεύομαι Φάρασ. : Πουλάν’σιν ’πέσου μου (Ανακατεύτηκαν τα σωθικά μου) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.