μπουλαντίζω
(ρ.)
μπουλανdίζου
[bulanˈdizu]
Μισθ.
πουλανdίζω
[pulanˈdizo]
Αφσάρ., Φάρασ.
πουλανdίζου
[pulanˈdizu]
Φάρασ.
πουλανdι-έω
[pulandiˈeo]
Φάρασ.
πουλανdιέγω
[pulandiˈeɣo]
Φάρασ.
Αόρ.
μπουλάνd’σα
[buˈlandsa]
Μισθ.
πουλάντ'σα
[puˈlandsa]
Φλογ.
πουλάν’σα
[puˈlansa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. bulandı του ρ. bulanmak = θολώνω.
1. Μτβ., θαμπώνω κάτι, θολώνω κάτι, το κάνω θολό
Μισθ.
:
Μπουλανdίζου τα λερά
(θολώνω τα νερά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αμτβ., θολώνω, γίνομαι θολός
Μισθ., Φάρασ.
:
Ντου μελό μ' μπουλάντ'σιν
(Το μυαλό μου θόλωσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Πουλάν’σιν 'πέσου μου
(θόλωσε το μέσα μου˙ ανακατεύτηκε το στομάχι μου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
γαραρτιάζω, θολώνω
3. Συννεφιάζω, σκοτεινιάζω λόγω κακοκαιρίας
ό.π.τ.
:
Μπουλάνd’σε μέρα, σ̑ηκώχαν τα σ̑υννίφαdα, να βρέξ’
(Συννέφιασε η ημέρα, σηκώθηκαν τα σύννεφα, θα βρέξει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μπουλάντσιν ντ’ ορταλούχ
(Σκοτείνιασε ο τόπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πουλάν’σιν ο χαβάς
(Συννέφιασε ο καιρός)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
4. Ανακατεύομαι
Φάρασ.
:
Πουλάν’σιν ’πέσου μου
(Ανακατεύτηκαν τα σωθικά μου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.