ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θολώνω (ρ.) θεώνω [θeˈono] Φάρασ. Αόρ. θόλωσα [ˈθolosa] Σινασσ. θέωσα [ˈθeosa] Φάρασ. Παθ. Υποτ. θεωθώ [θeoˈθο] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. θολόω, μεσν. θολώνω.
Θολώνω ό.π.τ. : Θόλωσαν τα μάτια τ' (Θόλωσαν τα μάτια του) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Να μη θεωθεί το νερό, τζ̑ο κατινώνει (Αν δεν θολώσει το νερό, δεν καθαρίζει˙ για να βελτιωθούν τα πράγματα πρέπει πρώτα να χειροτερέψουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γαραρτιάζω, μπουλαντίζω