θολώνω
(ρ.)
θεώνω
[θeˈono]
Φάρασ.
Αόρ.
θόλωσα
[ˈθolosa]
Σινασσ.
θέωσα
[ˈθeosa]
Φάρασ.
Παθ. Υποτ.
θεωθώ
[θeoˈθο]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. θολόω, μεσν. θολώνω.
Θολώνω
ό.π.τ.
:
Θόλωσαν τα μάτια τ'
(Θόλωσαν τα μάτια του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Να μη θεωθεί το νερό, τζ̑ο κατινώνει
(Αν δεν θολώσει το νερό, δεν καθαρίζει˙ για να βελτιωθούν τα πράγματα πρέπει πρώτα να χειροτερέψουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γαραρτιάζω, μπουλαντίζω