θέρος
(ουσ. αρσ.)
θέρος
[ˈθeros]
Σεμέντρ., Φλογ.
θέρους
[ˈθerus]
Μαλακ., Φάρασ.
χ̇έρος
[ˈxeros]
Αξ.
χέρους
[ˈçerus]
Μισθ., Τσαρικ.
χιόρος
[ˈçoros]
Αξ.
κ͑ιόρος
[ˈcʰoros]
Τροχ.
Αρχ. ουσ. θέρος.
1. Θερισμός
ό.π.τ.
:
Χέρους ντου βαχούτ τὄνα μας κρούιξιν τράι μι τ' άλλου
(Την εποχή του θερισμού ο ένας μας βοηθούσε τον άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα άργαδα ήταν χέρους, ήταν ντ’ αλώνια
(Η δουλειά ήταν το θέρισμα, ήταν τα αλώνια)
Μισθ.
-VLACH
Κι εμείς, σ̑ήρα ναίκες, πού να πάμε, μισά πήαν σο θέρο
(Κι εμείς, χήρες γυναίκες, πού να πάμε, οι μισές πήγαν στο θερισμό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το κ͑ιόρος, ’τον παίνισ̑καν με τα ντερπάνια, παίρισ̑κεν και τη ναίκα τ’, παίρισ̑κεν και τα φσ̑άχα τ’ τα μεγάλα, να χ̇ερίσ’νε
(Στον θερισμό, όταν πήγαιναν με τε δρεπάνια, έπαιρνε και την γυναίκα του, έπαιρνε και τα παιδιά του τα μεγάλα, για να θερίσουνε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
β.
Ο μήνας Ιούνιος
Φάρασ.
γ.
Ο μήνας Αύγουστος
Αξ.
2. Kαλοκαίρι
Αξ., Σεμέντρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ένα σαβάρ, χιόρος κειόσον, είπαν μας να φύητ'
(Μιά φορά, ήταν καλοκαίρι, μας είπαν να φύγετε)
Αξ.
-Παυλίδ.
Συνών.
καλοκαίρι, άνοιξη
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025