θέρος
(ουσ. αρσ.)
θέρος
[ˈθeros]
Σεμέντρ., Φλογ.
θέρους
[ˈθerus]
Μαλακ., Φάρασ.
χέρους
[ˈçerus]
Μισθ., Τσαρικ.
χιόρος
[ˈçoros]
Αξ.
Αρχ. ουσ. θέρος.
1. Θερισμός
ό.π.τ.
:
Χέρους ντου βαχούτ τὄνα μας κρούιξιν τράι μι τ' άλλου
(Την εποχή του θερισμού ο ένας μας βοηθούσε τον άλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα άργαδα ήταν χέρους, ήταν ντ’ αλώνια
(Η δουλειά ήταν το θέρισμα, ήταν τα αλώνια)
Μισθ.
-VLACH
Κι εμείς, σ̑ήρα ναίκες, πού να πάμε, μισά πήαν σο θέρο
(Κι εμείς, χήρες γυναίκες, πού να πάμε, οι μισές πήγαν στο θερισμό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Ο μήνας Ιούνιος
Φάρασ.
γ.
Ο μήνας Αύγουστος
Αξ.
2. Kαλοκαίρι
Αξ., Σεμέντρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ένα σαβάρ, χιόρος κειόσον, είπαν μας να φύητ'
(Μια φορά, ήταν καλοκαίρι, μας είπαν να φύγετε)
Αξ.
-Παυλίδ.
Συνών.
καλοκαίρι, άνοιξη