ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θέρος (ουσ. αρσ.) θέρος [ˈθeros] Σεμέντρ., Φλογ. θέρους [ˈθerus] Μαλακ., Φάρασ. χέρους [ˈçerus] Μισθ., Τσαρικ. χιόρος [ˈçoros] Αξ. Αρχ. ουσ. θέρος.
1. Θερισμός ό.π.τ. : Χέρους ντου βαχούτ τὄνα μας κρούιξιν τράι μι τ' άλλου (Την εποχή του θερισμού ο ένας μας βοηθούσε τον άλλο) Μισθ. -Κοτσαν. Ντα άργαδα ήταν χέρους, ήταν ντ’ αλώνια (Η δουλειά ήταν το θέρισμα, ήταν τα αλώνια) Μισθ. -VLACH Κι εμείς, σ̑ήρα ναίκες, πού να πάμε, μισά πήαν σο θέρο (Κι εμείς, χήρες γυναίκες, πού να πάμε, οι μισές πήγαν στο θερισμό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
β. Ο μήνας Ιούνιος Φάρασ.
γ. Ο μήνας Αύγουστος Αξ.
2. Kαλοκαίρι Αξ., Σεμέντρ., Φάρασ., Φλογ. : Ένα σαβάρ, χιόρος κειόσον, είπαν μας να φύητ' (Μια φορά, ήταν καλοκαίρι, μας είπαν να φύγετε) Αξ. -Παυλίδ. Συνών. καλοκαίρι, άνοιξη