θερμός
(ουσ. ουδ.)
θερμός
[θerˈmos]
Σίλατ., Σινασσ.
θέρμος
[ˈθermos]
Αραβαν.
θερμό
[θerˈmo]
Μαλακ.
χερμός
[çerˈmos]
Αραβαν.
χέρμος
[ˈçermos]
Αραβαν.
χελμός
[çelˈmos]
Μισθ.
Aπό το μεσν. ουσιαστικοπ. ουδ. επίθ. το θερμόν = βραστό νερό για οικιακές χρήσεις, πβ. Προδρ. 3.107 «ἄπελθε, εὐθείασε θερμόν καὶ νίψον τοὺς πατέρας», με μεταπλ. κατά τα ουδ. σε -ος.
1. Προθερμασμένο νερό που χρησιμοποιείται στο ζύμωμα
ό.π.τ.
:
Aτό ντου ζένιξαν λερό χώρια σου τουνdούρ' μέσα λέιξα ντου χελμός ε;
(Αυτό το νερό που έβραζαν χώρια μέσα στο ταντούρι το έλεγαν θερμό, ε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Θερμού κουνί
(Δοχείο θερμού˙ δοχείο θερμού νερού για ζύμωμα)
Αραβαν.
-Dawk.