θηριακή
(ουσ.)
τ͑ηριάκ’
[tʰiˈrʝak]
Ανακ.
Από το μεταγν. θηριακή, ουσιαστικοπ. επίθ. του θηριακός = που αφορά δηλητηριώδη ζώα.
Φάρμακο, αντίδοτο σε δηλητηριώδη δαγκάματα