ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θερμολάγηνο (ουσ. ουδ.) χερμολάηνο [xermoˈlaino] Αραβαν. Από το επίθ. θερμός, όπου και τύπ. χερμός, και το ουσ. λαγήνι.
Μικρό λαγήνι με νερό που τίθεται μέσα στο ταντούρι, προκειμένου να διατηρείται ζεστό το νερό που θα χρησιμοποιηθεί στο ζύμωμα Συνών. θερμός
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025