θερμολάγηνο
χερμολάηνο
[xermoˈlaino]
Αραβαν.
Από το επίθ. θερμός, όπου και τύπ. χερμός, και το ουσ. λαγήνι.
Μικρό λαγήνι με νερό που τίθεται μέσα στο ταντούρι, προκειμένου να διατηρείται ζεστό το νερό που θα χρησιμοποιηθεί στο ζύμωμα
Συνών.
θερμός