Θεοτόκος
(ουσ. θηλ.)
Σεγουτόκα
[seɣuˈtoka]
Σίλ.
Μεταγν. επίθ. θεοτόκος. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Η Θεοτόκος, η Παναγία
Συνών.
Παναγία