θελυκός
(επίθ.)
θελυκός
[θeliˈkos]
Σινασσ.
θελυκό
[θeliˈko]
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
χελυκό
[çeliˈko]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
Aπό το αρχ. επίθ. θηλυκός. Η τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού [l].
Θηλυκός
ό.π.τ.
:
Χελυκό τανά
(Θηλυκό μοσχάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Πιτάζει χαbάρι να σκοτώσουνε του έσ̑ει σο χωρίον ντου τα θελυκά τ’ άβγα
(Στέλνει διαταγή να σκοτώσουνε όσα θηλυκά άλογα έχει στο χωριό του)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Θελυκό ταλικό δεβολικό
(Θηλυκό παμπόνηρο διαβολικό˙ οι γυναίκες είναι επικίνδυνα πονηρές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.