ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θελυκός (επίθ.) θελυκός [θeliˈkos] Σινασσ. θελυκό [θeliˈko] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. χελυκό [çeliˈko] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ. Aπό το αρχ. επίθ. θηλυκός. Η τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού [l].
Θηλυκός ό.π.τ. : Χελυκό τανά (Θηλυκό μοσχάρι) Αραβαν. -Φωστ. Πιτάζει χαbάρι να σκοτώσουνε του έσ̑ει σο χωρίον ντου τα θελυκά τ’ άβγα (Στέλνει διαταγή να σκοτώσουνε όσα θηλυκά άλογα έχει στο χωριό του) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Θελυκό ταλικό δεβολικό (Θηλυκό παμπόνηρο διαβολικό˙ οι γυναίκες είναι επικίνδυνα πονηρές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.