ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θέκνω (ρ.) θέκνω [ˈθekno] Αφσάρ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. θέκνου [ˈθeknu] Δίλ. θέχνω [ˈθexno] Φλογ. τέκνω [ˈtekno] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. χέκνω [ˈçekno] Αραβαν. χ̇έκνω [ˈxekno] Αξ., Τροχ. σέκνω [ˈsekno] Αραβαν., Ουλαγ. σέκνου [ˈseknu] Σίλ. ρέκνω [ˈrekno] Αραβαν. θέκου [ˈθeku] Μαλακ. χ̇έκω [ˈxeko] Αξ., Τροχ. χέκου [ˈçeku] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ. θέγω [ˈθeɣo] Φάρασ. θήκνω [ˈθikno] Φάρασ. Παρατατ. χ̇έκιξα [ˈxekiksa] Μισθ. χ̇έκνισ̑κα [ˈxekniʃka] Αξ. έθενκα [ˈeθeŋka] Φάρασ. Αόρ. έθεκα [ˈeθeka] Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ. έτεκα [ˈeteka] Γούρδ. έθηκα [ˈeθika] Μαλακ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ. χέκα [ˈçeka] Μισθ. χ̇έκα [ˈxeka] Αξ. έσεκα [ˈeseka] Αξ., Σεμέντρ., Τροχ. Προστ. θέκ' [θek] Φάρασ. σέκ' [sek] Σεμέντρ., Σίλ. θέσ' [θes] Φλογ. Μτχ. θεκμένου [θekˈmenu] Φάρασ. σεκνημένο [sekniˈmeno] Ουλαγ. Από το μεσν. ρ. θέτω, το οπ. από το αρχ. ρ. τίθημι. Το [k] στούς τύπ. χέκου, θέκνω κ.τ.ο από τον αόρ. ἔθηκα. Το [i] στον τύπ. θήκνω από τον αόρ. ἔθηκα. Για την ένθεση του έρρινου χαρακτήρα [n] στα θέκνω, θήκνω βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α΄, 291 και πβ. διώκω > διώχνω, φέρω > φέρνω.
1. Bάζω ό.π.τ. : Θέχνει ’ς ένα ταbάχ' απάνω το μο̈χΰρ' (Βάζει το δαχτυλίδι πάνω σε ένα πιάτο) Φλογ. -Dawk. χ̇έκεν σο σανdι̂́χ' μέσαν αελφή τ' το μέγα, χ̇έκεν και λίγα λίρες, πήγεν (Έβαλε μέσα στο σεντούκι την μεγάλη του αδελφή, έβαλε και λίγες λίρες, πήγε) Αξ. -Dawk. -Ντο λαήν' πού ειναι; -Ντο τόπος-ι-τ' σεκνημένο 'ναι (-Πού είναι το λαγήνι;- Είναι βαλμένο, τοποθετημένο στον τόπο του) Ουλαγ. -Κεσ. Έbαρ α φύο τζ̑αι θέκ' τα σο φτάλμι σου· 'α 'ινεί καό (Πάρε ένα φύλλο και βάλε το στο μάτι σου· θα γίνει καλά) Φάρασ. -Dawk. Ας χέκου ένα οβγό στρώσ' μέσα (Ας βάλω ένα αβγό μέσα στα στρωσίδια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Του κ'λάτσ' χέκιν δου χέρι τ' σου τσουφάλι τ' (Το παλληκάρι έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τσι σου μουσούρ’ μέσα χ̇έκιξα τσι λίου ναgιριώνα (Και μέσα στο καλαμπόκι έβαζα, δηλ. φύτευα, και λίγα καρπούζια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το βούτ'ρο κόβισ̑καν το, χ̇έκνισ̑καν ντο 'ς το λεέν' (Το λίπος (του σφαγμένου γουρουνιού) το έκοβαν, το έβαζαν στην λεκάνη) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Τσι σου μουσούρ’ μέσα χέκιξα τσι λίου ναgιριώνα (Και μέσα στο καλαμπόκι έβαζα, δηλ. φύτευα, και λίγα καρπούζια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Θέκνω σο σ̑έρι (Βάζω στο χέρι˙ πιάνω) -Αναστασ. χ̇έκνω γαρσ̑ού (Βάζω απέναντι˙ αντιστέκομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'χ̇ίλι τζ̑ο θέκνει (Μυαλό δεν βάζει˙ δεν συνετίζεται) Φάρασ. -Αναστασ. Να θέκ’ φώλι, να ’εννήσει το ’ρνίθι (Να βάλεις ψεύτικο αβγό, να γεννήσει η κότα˙ για τις δουλειές οι οποίες για να γίνουν χρειάζεται δωροδοκία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Αποθέτω, ακουμπώ ό.π.τ. : Χέκα ντα ντανικιάα κάτ' (Ακούμπησα κάτω τους ντενεκέδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Θέκ' το σ̑έρι σην γκαρδία σου (Βάλε το χέρι στην καρδιά σου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το κεφάλι μ' έσεκά το ειστηγή (To κεφάλι μου το ακούμπησα στο έδαφος) Ουλαγ. -Κεσ. Έθητσ̑ιν τσ̑αι δύου ντάια κοτσ̑ί πάνω του (Απόθεσε και δύο σακκιά σιτάρι πάνω του) Τσουχούρ. -VLACH
3. Bάζω κάτω, νικώ, κυρίως στην πάλη Αξ., Ποτάμ. : || Ασμ. Σύρε σύρε Γιαννάκη μ', μετά σένα δεν παλώ
κι αν παλώ σου, θέκνω σε για να σκεφαλίζω σε
(Τράβα φύγε Γιαννάκη μου, με σένα δεν παλεύω
κι αν παλέψω, σε νικώ για να σε αποκεφαλίσω)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
4. Στρώνω Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Τζαλ., Φάρασ. : Σέκ' τα τ'ρούχια (Στρώσε τα στρώματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χέκαν κιλίμια κάτ' (Έστρωναν κιλίμια κάτω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το 'να το γοργάνι θέκαν το σα γαγιάδια απάνω να στραγγίσει (Το ένα πάπλωμα το άπλωσαν πάνω στις πέτρες να στραγγίσει) Φλογ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Θέκνουν χαλί και κάθουνdαι, μαξιλάρι κοιμούνdαι (Στρώνουν χαλί και κάθονται, μαξιλάρι και κοιμούνται) -Dawk.Song.
5. Μεταβιβαστ., βάζω, αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι Φάρασ. : Έθακανε τα γουανόκ-κα να τασ̑λαdίσουνε το δεσπότη (Έβαλαν τα τουρκόπουλα να λιθοβολήσουν το δεσπότη) Φάρασ. -Ανδρ.