γιασταντίζω
(ρ.)
γιαστανdίζω
[ʝastanˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
γιαστάντ'σα
[ʝaˈstantsa]
Μαλακ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. yastanmak (αόρ. yastandı) = στηρίζομαι.
Ακουμπώ
Συνών.
ακουμπίζω, γιασλαντίζω, λαχαίνω :2