ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασλίκι (ουσ. ουδ.) γιασλίκι [ʝaˈslici] Τζαλ. γιαζλίχ' [ʝazˈlix] Τζαλ. Από το τουρκ. ουσ. yazlık = α) θερινό ενδιαίτημα β) ως επίθ. θερινός γ) διαλεκτ. υπόστεγο δ) διαλεκτ. βεράντα, ταράτσα.
Σκεπαστός αποθηκευτικός χώρος στην ταράτσα ή την βεράντα
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025