γιασλίκι
(ουσ. ουδ.)
γιασλίκι
[ʝasˈlici]
Τζαλ.
γιαζλίχ'
[ʝazˈlix]
Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. yazlık = α) θερινό ενδιαίτημα β) ως επίθ. θερινός γ) διαλεκτ. υπόστεγο δ) διαλεκτ. βεράντα, ταράτσα.
Σκεπαστός αποθηκευτικός χώρος στην ταράτσα ή την βεράντα