γιασάκι
(ουσ. ουδ.)
γιασάχ̇ι
[ʝaˈsaxi]
Φάρασ.
γιασάχ'
[ʝaˈsax]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
Νεότ. ουσ. γιασάκι, το οπ. από το τουρκ. yasak = απαγόρευση, όπου και διαλεκτ. τύπ. yasah. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Απαγόρευση
ό.π.τ.
:
Γιασάχ ’ναι μη νά μεις σο κάστρο
(Υπάρχει απαγόρευση, να μην μπεις στο κάστρο)
Φλογ.
-Dawk.
Ἐνα νύχτα έπ'κε γιασάχ' κανείς μη άψει τσ̑ιρέκ'
(Μια νύχτα έβγαλε απαγόρευση να μην ανάψει κανείς λυχνάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.
2. Ως επίθ., απαγορευμένος και κατ' επέκτ. παράνομος
ό.π.τ.
:
Τα κρασ̑ά το πσ̑ίσ̑ιμο γέν'νε γιασάχ
(Η κατάποση κρασιών έγινε παράνομη)
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
γατιαίνω :3