ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιασάκι (ουσ. ουδ.) γιασάχ̇ι [ʝaˈsaxi] Φάρασ. γιασάχ' [ʝaˈsax] Αξ., Αραβαν., Φλογ. Νεότ. ουσ. γιασάκι, το οπ. από το τουρκ. yasak = απαγόρευση, όπου και διαλεκτ. τύπ. yasah. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Απαγόρευση ό.π.τ. : Γιασάχ ’ναι μη νά μεις σο κάστρο (Υπάρχει απαγόρευση, να μην μπεις στο κάστρο) Φλογ. -Dawk. Ἐνα νύχτα έπ'κε γιασάχ' κανείς μη άψει τσ̑ιρέκ' (Μια νύχτα έβγαλε απαγόρευση να μην ανάψει κανείς λυχνάρι) Αραβαν. -Φωστ.
2. Ως επίθ., απαγορευμένος και κατ' επέκτ. παράνομος ό.π.τ. : Τα κρασ̑ά το πσ̑ίσ̑ιμο γέν'νε γιασάχ (Η κατάποση κρασιών έγινε παράνομη) Αξ. -Dawk. Συνών. γατιαίνω :3