ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαρμάς (ουσ. αρσ.) γιαρμάς [ʝarˈmas] Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. γιρμάδε [ʝirˈmaðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yarma = α) σχίσιμο β) τομή γ) χοντροαλεσμένο δημητριακό δ) χοντροκομμένος άνθρωπος ε) διαλεκτ., φρούτο που σχίζεται εύκολα, πβ. yarma şeftali = είδος ροδάκινου, γιαρμάς.
Χοντροαλεσμένο κριθάρι, βρόμη ή καλαμπόκι ως ζωοτροφή ό.π.τ. : Τάιζις λίου ντα βόϊα, γίνιξις ντα λίου γιαρμά (Tάιζες λίγο τα βόδια, τους έδινες λίγο χοντροαλεσμένο σιτάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Η γρα̈́ είσ̑ιν πουά γίδε τσ̑αι ο σ̑ειμός ήτουν μέγα· ο γιαρμάς πλερώθην τσ̑αι τζ̑ο πόρκιν ντα βκάλει σο ρουσ̑ί (Η γριά είχε πολλά γίδια και ο χειμώνας ήταν μεγάλος· η ζωοτροφή σώθηκε και δεν μπορούσε να τα βγάλει στο βουνό) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. γεγετσέκια :1, φάγημα :1
Συνών. τρώγημα