γιαρμάς
(ουσ. αρσ.)
γιαρμάς
[ʝarˈmas]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
γιρμάδε
[ʝirˈmaðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yarma = α) σχίσιμο β) τομή γ) χοντροαλεσμένο δημητριακό δ) χοντροκομμένος άνθρωπος ε) διαλεκτ., φρούτο που σχίζεται εύκολα, πβ. yarma şeftali = είδος ροδάκινου, γιαρμάς.
Χοντροαλεσμένο κριθάρι, βρόμη ή καλαμπόκι ως ζωοτροφή
ό.π.τ.
:
Τάιζις λίου ντα βόϊα, γίνιξις ντα λίου γιαρμά
(Tάιζες λίγο τα βόδια, τους έδινες λίγο χοντροαλεσμένο σιτάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Η γρα̈́ είσ̑ιν πουά γίδε τσ̑αι ο σ̑ειμός ήτουν μέγα· ο γιαρμάς πλερώθην τσ̑αι τζ̑ο πόρκιν ντα βκάλει σο ρουσ̑ί
(Η γριά είχε πολλά γίδια και ο χειμώνας ήταν μεγάλος· η ζωοτροφή σώθηκε και δεν μπορούσε να τα βγάλει στο βουνό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
γεγετσέκια :1, φάγημα :1
Συνών.
τρώγημα