γιαριλντίζω
(ρ.)
γιαρι̂λτίζω
[ʝarɯlˈtɯzo]
Μαλακ.
γιαρουλντίζω
[ʝarulˈdizo]
Ανακ.
γιαρϋλντώ
[ʝarylˈdo]
Σίλ.
γιαρουλντώ
[ʝarulˈdo]
Ανακ.
Αόρ.
γιαρΰλντησα
[ʝaˈryldisa]
Σίλ.
γιαρι̂́λσα
[ʝaˈrɯlsa]
Μαλακ.
γιαρούλσα
[ʝaˈrulsa]
Ανακ.
Από τουρκ. ρ. yarılmak = χωρίζομαι, σχίζομαι στα δύο.
1. Χωρίζομαι, σχίζομαι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γιαρούλσαν του Θεγού τα ντασ̑άχ̇ια
(Σχίστηκαν οι όρχεις του Θεού˙ για έντονη βροχή)
Ανακ.
-Κωστ.Α.