ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαριλντίζω (ρ.) γιαρι̂λτίζω [ʝarɯlˈtɯzo] Μαλακ. γιαρουλντίζω [ʝarulˈdizo] Ανακ. γιαρϋλντώ [ʝarylˈdo] Σίλ. γιαρουλντώ [ʝarulˈdo] Ανακ. Αόρ. γιαρΰλντησα [ʝaˈryldisa] Σίλ. γιαρι̂́λσα [ʝaˈrɯlsa] Μαλακ. γιαρούλσα [ʝaˈrulsa] Ανακ. Από τουρκ. ρ. yarılmak = χωρίζομαι, σχίζομαι στα δύο.
1. Χωρίζομαι, σχίζομαι ό.π.τ. : || Φρ. Γιαρούλσαν του Θεγού τα ντασ̑άχ̇ια (Σχίστηκαν οι όρχεις του Θεού˙ για έντονη βροχή) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Ραγίζω Σίλ. : Λαγήνι γιαρΰλντησι (To λαγήνι ράγισε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κανίζω :1, σκάζω :1