μπιρλεστίζω
(ρ.)
μπιρλεσ̑τἰζω
[birleˈʃtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
μπιρλέισα
[birˈleisa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. birleşti του τουρκ. ρ. birleşmek = ενώνομαι.
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025