μπιρλεστίζω
(ρ.)
μπιρλεσ̑τἰζω
[birleˈʃtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
μπιρλέισα
[birʹleisa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. birleşti του τουρκ. ρ. birleşmek = ενώνομαι.
Αμτβ., συνενώνομαι
Μαλακ.