μπίρι
(επιφ.)
μπίρι
[ˈbiri]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. beri = αμάν, ε, ωχ.
Αμάν, ωχ
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025