μπιουκιουλντίζω
(ρ.)
μπιουκιουλντίζου
[bʝuculˈdizu]
Μισθ.
μπιουκιουλτίζου
[bʝuculˈtizu]
Μισθ.
μπουκιουλντίζου
[buculʹdizu]
Μισθ.
μπικιλντίζου
[bicilʹdizu]
Μισθ.
Αόρ.
μπιουκιούλτσ̑α
[bʝuˈcultʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. bükülmek = κουβαριάζομαι.
Διπλώνομαι, κάμπτομαι, λυγίζω, γέρνω, σκύβω
:
Λάχ'σι μι ντ' άλουγου τσι μπιουκιούλτσ̑α σα ντυό
(Με κλώτσησε το άλογο και δίπλωσα στα δυο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε μπιουκιουλτίζ'
(Δε λυγίζει, είναι άκαμπτο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κλίνω, υπογονατίζω