ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιουκιουλντίζω (ρ.) μπιουκιουλντίζου [bʝuculˈdizu] Μισθ. μπιουκιουλτίζου [bʝuculˈtizu] Μισθ. μπουκιουλντίζου [buculʹdizu] Μισθ. μπικιλντίζου [bicilʹdizu] Μισθ. Αόρ. μπιουκιούλτσ̑α [bʝuˈcultʃa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. bükülmek = κουβαριάζομαι.
Διπλώνομαι, κάμπτομαι, λυγίζω, γέρνω, σκύβω : Λάχ'σι μι ντ' άλουγου τσι μπιουκιούλτσ̑α σα ντυό (Με κλώτσησε το άλογο και δίπλωσα στα δυο) Μισθ. -Κοτσαν. Ντε μπιουκιουλτίζ' (Δε λυγίζει, είναι άκαμπτο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κλίνω, υπογονατίζω