ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιντιρντίζω (ρ.) μπινdιρντίζω [bindir'dizo] Αραβαν. Υποτ. μπινdιρίσω [bindiˈriso] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. bindirmek, μεταβιβαστικό ρ. του binmek = α) καβαλώ άλογο β) επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο. Ο τύπ. μπινdιρίσω με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου [d]. Πβ. και νεότ. ρ. μπιντιρδίζω = κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανεβεί σε άλογο (Mackridge 2021: 84). Πβ. ήδη νεότ. ρ. μπιντιρδίζω = κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανεβεί σε άλογο (Mackridge 2021: 84).
Ανεβάζω κάποιον πάνω σε ζώο ό.π.τ. Συνών. καλλικεύω