ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλλικεύω (ρ.) καλ'γκεύω [kalˈɟevo] Αξ. καλ'γεύω [kalˈʝevo] Σίλατ. γαλ'γεύω [ɣalˈʝevo] Σινασσ. καλ'τσ̑εύου [kalˈtʃevu] Μισθ., Τσαρικ. γκαλ'τσ̑εύου [galˈtʃevu] Τσουχούρ., Φάρασ. γαλ'τζ̑εύω [ɣalˈdʒevo] Φάρασ. γαλιτσ̑έου [ɣaliˈtʃeu] Φάρασ. καλεύω [kaˈlevo] Αραβαν., Φλογ. καλεύου [kaˈlevu] Μαλακ., Μισθ. καλιεύου [kaˈʎevu] Μισθ. γαλεύω [ɣaˈlevo] Ποτάμ., Σινασσ. γαλιεύω [ɣaˈʎevo] Σίλατ. καλ'ντεύω [kalˈdevo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φερτάκ. γκαλ'ντεύω [galˈdevo] Ουλαγ. κατλεύγου [katˈlevɣu] Σίλ. Παρατατ. κάλ'τσ̑ευα [ˈkalʃteva] Μισθ. κάλιβα [ˈkaliva] Μισθ. γαλ'τσ̑εύκα [ɣalˈtʃevka] Τσουχούρ., Φάρασ. γαλ'τζ̑εύκα [ɣalˈdʒevka] Φάρασ. Αόρ. καλίκεψα [kaˈlicepsa] Ανακ., Σίλατ. καλίdζ̑εψα [kaˈlidʒepsa] Φάρασ. γκαλίdζ̑εψα [gaˈlidʒepsa] Φάρασ. γαλίdζ̑εψα [ɣaˈlidʒepsa] Σατ., Φάρασ. κάλ'γκεψα [ˈkalɟepsa] Αξ. κάλ'κεψα [ˈkalcepsa] Μπέηκ. κάλεψα [ˈkalepsa] Ποτάμ., Σίλατ. κάλιψα [ˈkalipsa] Τσαρικ. κάλ'ντεψα [ˈkaldepsa] Τελμ. Μτχ. κατλημένους [κatliˈmenus] Σίλ. γαλεμένος [ɣaleˈmenos] Σινασσ. Μεσν. ρ. καλλικεύω, τύπ. του ρ. καβαλλικεύω, πβ. Πικατ. 365 «να καλλικεύω το φαρίν, τον κόσμο να γυρίσω». Πβ. και Λεξ. Σομ., λ. καβαλικεύω, όπου και τύπ. καλικεύω. Πιθ. οι τύπ. καταγραφόμενοι ως καλγ-, γαλγ- να αποδίδουν πραγμάτωση [kalg], [ɣalg], οπότε η εμφανής εξέλιξη είναι καλλικεύω > καλ'κεύω > καλ'γκεύω με αποβολή του άτονου [i] και ηχηροπ. του [k] > [g] μεταξύ ηχηρών φθόγγων. Αυτό μάλλον υπονοεί ο Dawkins (1916: 605), λέγοντας ότι ο πλησιέστερος στο αρχ. έτυμο είναι ο τύπ. αορ. κάλ'γκεψα . Για την εξέλιξη καβαλλικεύω > καλλικεύω βλ. αναλυτικά Κριαράς (1940: 66). Ο τύπ. καλικεύω και σε νοτιοανατολικά ιδιώμ. (Κάρπ., Κάσ., Χίος). Ο τύπ. καβαλλικεύω μόνο σε άσμ.
1. Καβαλλικεύω, ιππεύω ό.π.τ. : Να καλέψω σο άσπρο σο πρόγατο (Θα καβαλικέψω στο άσπρο το πρόβατο) Σίλατ. -Dawk. Ο βασιλέας κάλεψεν σο άλογό τ' απάνω (Ο βασιλιάς ανέβηκε πάνω στο άλογό του) Ποτάμ. -Dawk. Ντο κορίτσ̑' γκάλ'ντεψε ντο άλοχο γκι έφυε (Το κορίτσι καβάλησε το άλογο κι έφυγε) Ουλαγ. -Κεσ. Κάλ'τσ̑ευαμ' τ' αλούγαδα (Καβαλούσαμε τα άλογα) Μισθ. -Κοτσαν. Μόνο παπά νύφ' δεν καλεύ' 'ς ἀλογο (Μόνο η γυναίκα του παπά δεν ανεβαίνει σε άλογο (ενν. λόγῳ σεβασμού)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γαλίdζ̑εψαν τ’ άβγα τουν, τσ̑’ έβκαν ση στράτα (Καβάλησαν τ' άλογά τους, και βγήκαν στο δρόμο) Φάρασ. -Παπαδ. Γαλ'τσ̑εύκαμ' σα γαϊδίρα (Καβαλλικεύαμε στα γαϊδούρια) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Κάλιβά δου· μικρό ήδουμι τσόϊ, ντέκα χρονού, ντώεκα χρονού, αλλά κάλιβά δου· ντε φoβόδουμιστι ρε (Το καβαλίκευα (το άλογο)· μικρός ήμουνα τότε, δέκα χρονών, δώδεκα χρονών, αλλά το καβαλίκευα· δε φοβόμασταν ρε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γέβ’κι απ’ χαϊβάνι απάνου κατλημένους (Πέρασε έφιππος πάνω στο άλογο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κάλιψι ντ' άλουγου σηκώη πήει (Καβαλίκεψε το άλογο και σηκώθηκε πήγε) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Κάλεψεν γιαβόλ' αλόγατα (Καβάλησε διαβόλου άλογα˙ για όσους βιάζονται σαν τρελοί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τ' άλογο μ' ας το ντώκω 'ς εσένα, κι έγώ τσ̑ί να καλ'dέψω; (Το άλογό μου αν το δώσω σ' εσένα, εγώ τί θα καβαλήσω;˙ λέγεται όταν μας ζητούν κάτι που μας είναι απαραίτητο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Ας φορέσει το αϊφόρι μου, ας ζωσθεί την ζωστήν μου
Ας καλλικέψ' τον μαύρο μου και στην χαρά ας πάγει
(Ας φορέσει τα γιορτινά μου, ας ζωστεί τη ζώνη μου
Ας καβαλήσει το μαύρο μου άλογο και στο γλέντι ας πάει)
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Ντου κερβέν' πέρνασι, έκραξαν τσ̑ι τα κοκονάρια
Ας καλέψουμ' ντα ντυό μας 'μέτερ' ντου γαϊdούρ'
(Το καραβάνι πέρασε, λάλησαν και τα κοκόρια
Ας ανέβουμε και οι δύο στο γαϊδούρι μας)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
'ς τα δύο πιάνει το σπαθί, 'ς τα τρία το κλονdάρι
'ς τα τρία και 'ς τα τέσσαρα το μαύρο του γαλιεύει
(Στα δύο πιάνει το σπαθί, στα τρία το κοντάρι
Στα τρία και στα τέσσαρα το μαύρο άλογο του καβαλάει)
Σίλατ. -Χωλόπ.
Οι οχτώ καβαλλίκευσαν, κι ο εις κε καβαλικεύει (Οι οχτώ καβαλίκεψαν, κι ο ένας δεν καβαλλικεύει) Σινασσ. -Lag. Συνών. αναβαίνω, ατλαντίζω, μπιντώ, μπινεύω
β. Μτβ., θέτω κάποιον πάνω σε ζώο Ποτάμ. : Κάλιψεν το ντεϊρμινdζ̑ή λογο (Έβαλε το μυλωνά πάνω στο άλογο ) Ποτάμ. -Dawk. Σόνgρα κάλ'ντεψαν το γιριά φσ̑εγιοὐ το γαϊdούρ’ (Μετά ανέβασα την γριά στου παιδιού το γαϊδούρι ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Eπιβαίνω σε άμαξα, πλοίο, όχημα κ.λπ ό.π.τ. : Κάλ'ντεψε εσ̑ύ και γούλα τα πασ̑άδες (Επιβιβάσου εσύ και όλοι οι άρχοντες) Τελμ. -Dawk. Ντε καλεύουμ', έβαλαμ' ντα βαλίτσις (Δεν ανεβαίνουμε (στο ταξί), βάλαμε τις βαλίτσες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κάλ'κεψαμ' σο βαπόρ' κι ήρθαμ' σο Σαλανίκ' (Ανεβήκαμε στο βαπόρι και ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Κάλεψαμ' στου παμbούρ' (Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καλεύου σου τραχτέρ να πάμ' Μεσέμβρια (Ανεβαίνω στο τρακτέρ να πάμε στην Μεσημβρία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σην Μπαντερμό γαλλιdζέψαμε σο παπόρι τσ̑αι έβγαμ’ ση Ροδοστό (Στην Πάνορμο επιβιβαστήκαμε στο βαπόρι και βγήκαμε στην Ραιδεστό) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388
3. Συνουσιάζομαι Αραβαν.