ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλντερίμι (ουσ. ουδ.) qαλτι̂ρι̂́μ' [qaltɯˈrɯm] Μαλακ. καλντουρίμ' [kalduˈrim] Φερτάκ. γαλντιρίμι [ɣaldiˈrimi] Φάρασ. γκαλντιρίμι [galdiˈrimi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kaldırım = α) λιθόστρωτος δρόμος β) πεζοδρόμιο.
Λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, καλντερίμι ό.π.τ. : Γκαλντιρίμι μας ούλου μικρά χαγιά ’ναι (O δρόμος μας είναι όλο πετραδάκια (χαλίκια)) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6