καλντερίμι
(ουσ. ουδ.)
qαλτι̂ρι̂́μ'
[qaltɯˈrɯm]
Μαλακ.
καλντουρίμ'
[kalduˈrim]
Φερτάκ.
γαλντιρίμι
[ɣaldiˈrimi]
Φάρασ.
γκαλντιρίμι
[galdiˈrimi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kaldırım = α) λιθόστρωτος δρόμος β) πεζοδρόμιο.
Λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, καλντερίμι
ό.π.τ.
:
Γκαλντιρίμι μας ούλου μικρά χαγιά ’ναι
(O δρόμος μας είναι όλο πετραδάκια (χαλίκια))
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6