ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλολάντημα (ουσ. ουδ.) καλολάνdημα [kaloˈlandima] Ουλαγ. Από το ρ. καλολαντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ανάρρωση, βελτίωση υγείας : Φσ̑αγιού το καλολάνdημα κιμόν’ (Για να γίνει καλά το παιδί) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. καλοσύνεμα, λιάρωμα
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025