καλοξάω
(ρ.)
καλοξάω
[kaloˈksao]
Φάρασ.
καλοξάου
[kaloˈksau]
Φάρασ.
καλοξάγω
[kaloʹksaɣo]
Φάρασ.
Αόρ.
καλόξησα
[kaˈloksisa]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ.
Πηδώ στο ένα πόδι, πηδώ κουτσό