καλούπι
(ουσ. ουδ.)
καλούπ'
[kaˈlup]
Τροχ.
γαλούπι
[ɣaˈlupi]
Σίλ.
γαλούπ'
[ɣaˈlup]
Σινασσ.
qαλέπ'
[qaˈlep]
Μαλακ.
γαλέπ'
[ɣaˈlep]
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
γαλέπι
[ɣaˈlepi]
Φάρασ.
γαλι̂́π'
[ɣaˈlɯp]
Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. καλούπι, αντιδάν. μέσω του τουρκ. kalιp = καλούπι, μήτρα, το οπ. από το μεταγν. καλάπους μέσω του αραβ. ḳālib/ḳālab.
1. Kαλούπι
ό.π.τ.
:
Kερπετσ̑ού καλούπ'
(Καλούπι για πλίνθους)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Φέρ' μι 'να γαλέπ' τυρί
(Φέρε μου ένα καλούπι για τυρί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σα καρπέτσ̑α που σ̑άνισκαν είχαν γαλέπ'
(Στα τούβλα που έφτιαχναν είχαν καλούπι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σαπουναdι̂́σ̑' το μ' ένα γαλι̂́π σαπούν'
(Τον σαπουνίζει με μιά πλάκα σαπούνι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Πατσ̑ηχνιά μου ξεβαίν̑ει γαλούπι
(Η πατούσα μου αφήνει ίχνος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Του στσ̑υλού το βράδιν άτσονdου 'άν’dα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' 'α 'υριστεί πανουφόρου
(του σκύλου την ουρά, όσο και να την βάλεις στο καλούπι, πάλι θα γυρίσει προς τα πάνω˙ για τους αδιόρθωτους χαρακτήρες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Φουρνόξυλο
Μισθ.
:
Μάιξι δα ψουμιά μι δου γαλέπ'
(Έβαζε τα ψωμιά (στον φούρνο) με το φουρνόξυλο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.