καλτσίνι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
καλτσίνια
[kalˈtsiɲa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kalçın = είδος κάλτσας ή περισκελίδας, τερλίκι (< ιταλ calzinno). Πβ. και νεότ. σκαλτσούνι.
Κάλτσες κοντές μέχρι τον αστράγαλο που φορούσαν οι γυναίκες πάνω από τα ποδόρτια