ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλούτσικος (επίθ.) καλούτσικου [kaʹlutsiku] Μαλακ., Μισθ. καούσ'κο [kaˈusko] Φάρασ. Μεσν. επίθ. καλούτσικος, από το επίθ. καλός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος. Η λ. ήδη μεσν. με υπερθετική σημ. στην Καππ., πβ. Δέδες (2003: 17) "γοιό σεν, καλούτσικη, εις τον κόσμον τις είδεν;".
Πολύ καλός, πολύ ωραίος ό.π.τ. : Κρεύιξα μικρό 'τουν τσ̑όουμι να πάου να μάχου μπουζούκι, τραγώημα καλούτσικος 'δουμι (Ήθελα, όταν ήμουν μικρός, να πάω να μάθω μπουζούκι, ήμουν πολύ καλός στο τραγούδι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.