ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμα (II) (επίρρ.) κάμα [ˈkama] Σατ., Φάρασ. Από το επίθ. κάμι και το παραγωγ. επίθμ. .
Κακά, άσχημα ό.π.τ. : Τσ̑άπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι για σην εκκλεσία 'μπέσου, βρίσκιν κάμα, χελέ τις ναίτσες (Όπου και να βρισκόταν, στην αγορά ή στην εκκλησία μέσα, έβριζε άσχημα, ιδίως τις γυναίκες) Σατ. -Παπαδ. Συνών. άσκημα