κάμα (II)
(επίρρ.)
κάμα
[ˈkama]
Σατ., Φάρασ.
Από το επίθ. κάμι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Κακά, άσχημα
ό.π.τ.
:
Τσ̑άπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι για σην εκκλεσία 'μπέσου, βρίσκιν κάμα, χελέ τις ναίτσες
(Όπου και να βρισκόταν, στην αγορά ή στην εκκλησία μέσα, έβριζε άσχημα, ιδίως τις γυναίκες)
Σατ.
-Παπαδ.
Συνών.
άσκημα