καμαρόχτερο
(ουσ. ουδ.)
καμαρόχτερου
[kamaˈroxteru]
Μαλακ.
Από τα ουσ. καμάρα και χτάρι, όπου και τύπ. χτέρ'.
Καμαρόπετρα, πελεκητή τετράπλευρη πέτρα για καμάρες
Συνών.
καμάρα :2, καμαρολίθαρο, Πβ.
μορμορόχτερο