καματός
(ουσ.)
καματός
[kamaˈtos]
Αξ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
κάματος
[ˈkamatos]
Τελμ., Φλογ.
καματάς
[kamaˈtas]
Μισθ.
Πληθ.
καματά
[kamaˈta]
Κίσκ., Μαλακ.
Από το ρ. καματίζω υποχωρ. ή με το παραγωγ. επίθμ. -τός. Πβ. το μεσν. επίθ. καματικός = καλλιεργήσιμος.
1. Χωράφι καλά οργωμένο, ανοιχτό, διβολισμένο
Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
:
Φτερνά σα καματά
(Τρέχει ανεμπόδιστα στα ανοιχτά χωράφια)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Φρ.
Σ̑άνιξ̑αν καματάς
(Έκαναν χωράφι˙ Ὀργωναν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Χάρος το είδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι
Κοβαλατίζ' και πιάνει τον 'ς του κάματου την άκρη (Ο χάρος τον είδε όταν όργωνε με τα βόδια και τον ζήλεψε
Τον κυνήγησε και τον έπιασε στην άκρη του χωραφιού) Τελμ. -Dawk.Song.
Κοβαλατίζ' και πιάνει τον 'ς του κάματου την άκρη (Ο χάρος τον είδε όταν όργωνε με τα βόδια και τον ζήλεψε
Τον κυνήγησε και τον έπιασε στην άκρη του χωραφιού) Τελμ. -Dawk.Song.
β.
Xωράφι που οργώθηκε, αλλά τελικά δεν σπάρθηκε, χωράφι σε αγρανάπαυση
Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
2. To πρώτο όργωμα μετά την αγρανάπαυση
Αξ., Φάρασ.
3. Για μαλλί, καλώς ξασμένο, έτοιμο για κλώσιμο
Φλογ.