καμηλαύκι
(ουσ. ουδ.)
καμελαύκι
[kameˈlafci]
Αραβαν.
καμαλαύκι
[kamaˈlafci]
Αξ., Ουλαγ., Σίλ.
καμαλαύκα
[kamaˈlafka]
Μαλακ.
καμαλάκι
[kamaˈlaci]
Σίλ.
καμηλαύτ'
[kamiˈlaft]
Ανακ.
καμαλάφ
[ˈkamalaf]
Φλογ.
γαμαλάτσ̑'
[ɣamaˈlatʃ]
Μισθ.
κανdηλαύκι
[kandiˈlafci]
Αραβαν.
Mεσν. καμηλαύκι < λατιν. camellaucium. O τύπ. καντηλαύκι παρετυμολ. προς το καντήλι.
Ιερατικό άμφιο, καμηλαύχι
ό.π.τ.
:
Παπάς φόρουνι ντου γαμαλάτσ̑'
(Ο παπάς φορούσε το καμηλαύχι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καμαλάκι μου ντώκι 'ς τσ̑ην γκαμάρα
(To καμηλαύχι μου έπεσε στην γέφυρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD