ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμηλαύκι (ουσ. ουδ.) καμελαύκι [kameˈlafci] Αραβαν. καμαλαύκι [kamaˈlafci] Αξ., Ουλαγ., Σίλ. καμαλαύκα [kamaˈlafka] Μαλακ. καμαλάκι [kamaˈlaci] Σίλ. καμηλαύτ' [kamiˈlaft] Ανακ. καμαλάφ [ˈkamalaf] Φλογ. γαμαλάτσ̑' [ɣamaˈlatʃ] Μισθ. κανdηλαύκι [kandiˈlafci] Αραβαν. Mεσν. καμηλαύκι < λατιν. camellaucium. O τύπ. καντηλαύκι παρετυμολ. προς το καντήλι.
Ιερατικό άμφιο, καμηλαύχι ό.π.τ. : Παπάς φόρουνι ντου γαμαλάτσ̑' (Ο παπάς φορούσε το καμηλαύχι) Μισθ. -Κοτσαν. Καμαλάκι μου ντώκι 'ς τσ̑ην γκαμάρα (To καμηλαύχι μου έπεσε στην γέφυρα) Σίλ. -ΚΜΣ-CD