κάμμωμα
(ουσ. ουδ.)
κάμμωμα
[ˈkamoma]
Γούρδ.
κάμbουμα
[ˈkambuma]
Μισθ.
Από το ρ. καμμώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Kλείσιμο των ματιών
ό.π.τ.
:
Ους να φωτίσ' κάμbουμα ντε κάμboυσι
(Μέχρι να ξημερώσει δεν έκλεισε μάτι)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
καμμούτσημα :1