κάμπακα
(ουσ. θηλ.)
κάbακα
[ˈkabaka]
Φλογ.
Από το ουσ. καμπάκι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Είδος παιχνιδιού κατά το οπ. οι παίχτες συναγωνίζονταν ποιος θα διαμορφώσει ένα κολοκύθι ώστε να μοιάζει με ανθρώπινο πρόσωπο