καμπαρντίζω
(ρ.)
qαbαρτι̂́ζω
[qabarˈtɯzo]
Μαλακ.
γαπαρντίζω
[ɣaparˈdizo]
Αφσάρ.
γαbαρντι̂́ζω
[ɣabarˈdɯzo]
Αραβαν.
γαbαρντίζου
[ɣabarˈdizu]
Φάρασ.
qαπαρτώ
[qaparˈto]
Φλογ.
γαπαρντι-έγω
[ɣaparˈdieɣo]
Φάρασ.
γαπαρντι-έω
[ɣaparˈdi-eo]
Φάρασ.
Αόρ.
γαμπάρ'σα
[ɣaˈbarsa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. kabarmak (αόρ. kabardı) = φουσκώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gabarmak.
1. Αμτβ., φουσκώνω
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Να qαπαρτι̂́σ̑' το δέρμα σ'
(Να φουσκώσει το δέρμα σου˙ να τουμπανιάσεις· αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γαπάρσιν η χολή του
(Φούσκωσε η χολή του˙ θύμωσε πολύ)
Σατ.
-Παπαδ.
Συνών.
φουσκώνω :1, φουσκώνω :2
2. Αμτβ., φουντώνω
Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ.
:
-Το γερκένι μου πάλ’ γαπάρτ'σε μα;-Το γερκένι σου πάλ’ σηκώθ' ορτώς!
(Η χαίτη μου πάλι μήπως φούντωσε;-Και η χαίτη σου σηκώθηκε όρθια!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Nα, σήμερα που έν' του Παναγιάς γαμπάρ'σαν πάλε τα ντέρτια μ'
(Να, σήμερα που είναι της Παναγίας φούντωσε πάλι ο καημός μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Τα γολτούχια μ' γαbαρντι̂́ζουν
(Οι μασχάλες μου φουντώνουν˙ Υπερηφανεύομαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.