κάμπος
(ουσ. αρσ.)
κάμbος
[ˈkambos]
Σινασσ.
κάbους
[ˈkabus]
Σίλ.
γκάbους
[ˈgabus]
Σίλ.
κάμος
[ˈkamos]
Ποτάμ.
Από το μεσν. ουσ. κάμπος (< λατιν. campus).
1. Κάμπος
ό.π.τ.
:
Πήα του γκάbου
(Πήγα στον κάμπο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Λάλ’σαν του κάμbου τα πουλιά, του κάμbου χελοϊδόνες
(Λάλησαν του κάμπου τα πουλιά, του κάμπου τα χελιδόνια))
Σινασσ.
-Lag.
’δελφέ μου, του κάμου τα πουλιά τι λένε και μιλούνε;
(Αδελφέ μου, του κάμπου τα πουλιά τι λένε και μιλούνε;)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
γιαζί
β.
Η πεδιάδα του Ικονίου όπου βρίσκεται η Σίλλη
2. Ξενιτειά
Σίλ.
:
Παρά ρεν είσ̑ι· ήσιλν̑ισκι σαυριν̑ή μέρα να πάγει 'ς τουν γκάμbουν
(Χρήματα δεν είχε· ήθελε την επόμενη μέρα να ξενιτευτεί)
Σίλ.
-Dawk.