ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμπάκης (επίθ.) καbάχι̂ς [kaˈbaxɯs] Σίλ. Θηλ. καμπάχ’σσα [kaˈbaxsa] Σίλ. Ουδ. καbάχ' [kaˈbak] Ανακ. γαbάχ' [ɣaˈbax] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kabak= α) κολοκύθι β) μτφ.-λαϊκά φαλακρός γ) αργκό, ανόητος, άξεστος δ) διαλεκτ. σημ., πρόβατο χωρίς κέρατα (Tietze 2016, λ. kabak VI, kabak VII). Πβ. όμως και τουρκ. oυσ. kambak = α) πρόβατο χωρίς κέρατα β) φαλακρός (THADS 6, λ. kambak I, ΙΙ). Πβ. καμπάκι
1. Αγενής, άξεστος Συνών. ακαμάτευτος, γαλάς, γαπάς, κορενέκι, ξόγανο, χτήνος
2. Για μεγάλο αρσενικά αιγοπρόβατα, αυτό που δεν έχει κέρατα Ανακ., Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 26/02/2025