καμπάκης
(επίθ.)
καbάχι̂ς
[kaˈbaxɯs]
Σίλ.
Θηλ.
καμπάχ’σσα
[kaˈbaxsa]
Σίλ.
Ουδ.
καbάχ'
[kaˈbak]
Ανακ.
γαbάχ'
[ɣaˈbax]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kabak= α) κολοκύθι β) μτφ.-λαϊκά φαλακρός γ) αργκό, ανόητος, άξεστος δ) διαλεκτ. σημ., πρόβατο χωρίς κέρατα (Tietze 2016, λ. kabak VI, kabak VII). Πβ. όμως και τουρκ. oυσ. kambak = α) πρόβατο χωρίς κέρατα β) φαλακρός (THADS 6, λ. kambak I, ΙΙ).
Πβ.
καμπάκι
2. Για μεγάλο αρσενικά αιγοπρόβατα, αυτό που δεν έχει κέρατα
Ανακ., Μισθ.